Άρθρο στη Voria.gr του Σταύρου Καλαφάτη, Βουλευτή Α’ Θεσσαλονίκης της ΝΔ, για τις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης στο Σκοπιανό.
Τώρα πια είναι αυταπόδεικτο: Οι χειρισμοί του Αλέξη Τσίπρα στο Σκοπιανό ξεκίνησαν με κομματικές σκοπιμότητες, απροθυμία εθνικής συνεννόησης, ανιστόρητες παραχωρήσεις και πρακτικές που εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για τα δίκαια του Ελληνισμού. Διαφωνούμε με όσα γίνονται και ανησυχούμε για όσα μπορεί να προκληθούν. Κι αυτό, για δέκα συν έναν λόγους:
Πρώτον: Από τον περασμένο Δεκέμβρη, με δηλώσεις του στο Βελιγράδι, ο Αλ. Τσίπρας έχριζε τους Σκοπιανούς απογόνους των Μακεδόνων και του Μεγάλου Αλεξάνδρου και δήλωνε πως του αρκούσε να πουν πως δεν είναι οι μόνοι. Περιφρονούσε την «παρακαταθήκη της Μακεδονίας, που είναι», όπως τονίζει ο Πρόεδρος της Νέα Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, «ελληνική και αδιαπραγμάτευτη». Υπονόμευε την ελληνική θέση και εκχωρούσε στους Σκοπιανούς την πιο ακραία και ανιστόρητη διεκδίκησή τους.
Δεύτερο: Αγνοούσε προκλητικά το γεγονός ότι η Σύνοδος του Βουκουρεστίου άλλαξε τη φορά των πραγμάτων. Ενώ έως τότε, όλες οι πιέσεις εστιάζονταν σε βάρος μας, ο Κώστας Καραμανλής – με υπουργό Εξωτερικών τη Ντ. Μπακογιάννη και υπουργό Εθνικής Άμυνας το Β. Μεϊμαράκη – αντιτάχθηκε στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και κατάφερε να κάνει συμμαχική, την ελληνική θέση «πρώτα λύση και μετά ένταξη». Από την ώρα εκείνη η πίεση μεταφέρθηκε στα Σκόπια, τα πράγματα αλλάζουν και η Ελλάδα μπορεί να διαπραγματεύεται από πλεονεκτική θέση. Δεν πιεζόμαστε πια και δεν έχουμε λόγο να βιαζόμαστε εμείς, αλλά τα Σκόπια.
Τρίτο: Ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις (συναντήσεις των υπουργών Εξωτερικών, του Μ. Νίμιτς με τους διαπραγματευτές και του ιδίου με τον ομόλογό του) χωρίς καμιά ενημέρωση της Αντιπολίτευσης, της Βουλής και του λαού. Δεν ήθελε καμιά συνεννόηση και καμιά κοινή γραμμή, αλλά προσπαθούσε να διχάσει την Αντιπολίτευση.
Τέταρτο: Ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τριχοτομημένη την Κυβέρνηση και τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες που τη στηρίζουν. Με το Ν. Κοτζιά να μιλά για σύνθετη ονομασία, τον Π. Καμμένο να την αποκλείει και πάνω από 200 κορυφαίους του ΣΥΡΙΖΑ, (Τσακαλώτος, Γαβρόγλου, Χριστοδουλοπούλου, Καρανίκας κ.ά), έτοιμους να αναγνωρίσουν τα Σκόπια, ως Μακεδονία.
Πέμπτο: Προεξοφλούσε λύση, ενώ ήξερε πως, ακόμα κι αν συμφωνήσει η κυβέρνηση των Σκοπίων στην εγκατάλειψη κάθε θέσης που συνιστά σφετερισμό της ιστορίας μας και στην αλλαγή του ονόματος, χρειάζεται – και δεν έχει – αυξημένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες για την αναγκαία συνταγματική αλλαγή.
Έκτο: Καταλόγιζε – για κομματικές σκοπιμότητες – την ευθύνη της εκκρεμότητας στις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις, δικαιώνοντας τα Σκόπια και εκθέτοντας την Ελλάδα.
Έβδομο: Άφησε να φανεί ότι υιοθετεί τη λογική “τεμαχισμού” των ζητημάτων, που επιδιώκουν τα Σκόπια και προτείνει ο Αμερικανός διαμεσολαβητής. Κι αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, καθώς εάν ανατραπεί η απόφαση του Βουκουρεστίου, οι Σκοπιανοί δεν πρόκειται να ανταποκριθούν σε οιεσδήποτε δεσμεύσεις. Το έδειξαν, άλλωστε, ποδοπατώντας τη λεγόμενη «ενδιάμεση συμφωνία».
Όγδοο: Έκανε, ως πρώτο βήμα προσέγγισης, μια ετεροβαρή συμφωνία. Αρκέστηκε στην υπόσχεση των Σκοπιανών να αλλάξουν δυο ταμπέλες – που μετά μπορεί να ξαναλλάξουν – ενώ ο ίδιος δεσμεύτηκε να ανοίξει τον επόμενο σταθμό στην πορεία τους για την Ε.Ε..
Ένατο: Δεν ξεκαθάρισε τη θέση του ως προς την ανάγκη τροποποίησης του Συντάγματός των Σκοπίων. Εφόσον, μάλιστα, αληθεύουν οι κυβερνητικές διαρροές ότι έθεσε το ζήτημα στον Σκοπιανό ομόλογό του, αλλά πήρε την απάντηση ότι αυτό είναι δύσκολο, εγείρονται ακόμη περισσότερα ερωτήματα για τους στόχους και τις μεθοδεύσεις του.
Δέκατο: Αμέσως μόλις η Εκκλησία ανακοίνωσε τη θέση της εναντίον της χρήσης του όρου «Μακεδονία», προσπάθησε να την ταυτίσει με τη Χρυσή Αυγή, ενώ αμέσως μετά, ζήτησε από τον Αρχιεπίσκοπο να στραφεί εναντίον των συλλαλητηρίων.
Και κάτι ακόμη: Όταν το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης ξεπέρασε τις κυβερνητικές προβλέψεις, κυβερνητικά στελέχη προσπάθησαν να αμφισβητήσουν τον όγκο του, να συκοφαντήσουν σαν ακραίους τους εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που μετείχαν και να χλευάσουν την εθνική ευαισθησία των Ελλήνων.