Νόθος λύση, βιασμός της Δημοκρατίας

«Εγείρονται σήμερα δύο μείζονος σημασίας ζητήματα. Ζήτημα νόθου λύσης, για τη Μακεδονία μας και ζήτημα βιασμού της Δημοκρατίας», τόνισε ο Σταύρος Καλαφάτης, βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης και αν. Τομεάρχης Εξωτερικών της Νέας Δημοκρατίας, κατά τη συζήτηση για τη Συμφωνία των Πρεσπών στην Ολομέλεια της Βουλής. Και πρόσθεσε: «Εγείρεται ζήτημα Δημοκρατίας διότι η κυβέρνηση έφτασε στη Συμφωνία των Πρεσπών, χωρίς να ζητήσει, όπως έκανε τον Ιούλιο του ‘15, εξουσιοδότηση της Βουλής. Εγείρεται ζήτημα Δημοκρατίας διότι η επιβίωση της κυβέρνησης, απαραίτητος όρος για να φτάσουμε ως εδώ είναι αποτέλεσμα αποστασίας και πολιτικής συναλλαγής. Εγείρεται, προπάντων, ζήτημα Δημοκρατίας διότι η κυβέρνηση πάει να επιβάλει μια συμφωνία που απορρίπτεται από το 70% των Ελλήνων. Η κυβέρνηση κουρελιάζει κάθε έννοια Δημοκρατίας. και καταλύει την αρχή της εθνικής κυριαρχίας. Και όλα αυτά για χάρη ξένων. Σαν ντελιβεράς των επιδιώξεών τους. Σαν γιουσουφάκι….»

 

Αναφερόμενος στην ουσία της συμφωνίας των Πρεσπών τόνισε ότι πρόκειται για «νόθο λύση, για τέρας της λίμνης» και εξήγησε: «Είναι νόθος διότι πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει προηγούμενο κατά το οποίο αλλιώτικα να ονομάζεται ο λαός και αλλιώτικα το κράτος. Και είναι τέρας διότι ο συνδυασμός ονόματος, ταυτότητας και γλώσσας ναρκοθετεί τα εθνικά μας συμφέροντα.» Ανέλυσε, κατόπιν, τις μαύρες τρύπες της συμφωνίας και απάντησε στην κυβέρνηση που ισχυρίζεται ότι ήταν το καλύτερο που μπορούσε να πετύχει η χώρα: «Εθνικό το αληθές. Πράγματι, μέχρι τον Απρίλιο του 2008, δεκάδες χώρες, η μια μετά την άλλη, αναγνώριζαν τα Σκόπια με τη συνταγματική τους ονομασία. Πράγματι, μέχρι την ώρα εκείνη, η πίεση συγκεντρωνόταν σε εμάς. Και η πίεση αυτή κορυφώθηκε στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι. Τότε, ωστόσο, υπήρξαν εκείνοι που πρόταξαν το εθνικό συμφέρον και έκαναν συμμαχική, την ελληνική θέση. Και από τότε, η Ελλάδα απέκτησε ένα αμάχητο διπλωματικό όπλο.  Από τότε η φορά των πιέσεων άρχισε να στρέφεται από την Αθήνα στα Σκόπια και η δικαίωσή μας ήταν ζήτημα χρόνου. Δυστυχώς, όμως. Την ώρα που η συγκυρία λειτουργούσε, όσο ποτέ στο παρελθόν υπέρ μας, ο κ. Τσίπρας υιοθετούσε τις πιο ανιστόρητες θέσεις.  Από το Βελιγράδι, το Δεκέμβριο του 2017, διακήρυσσε ότι μπορεί να υπάρξει λύση αν οι Σκοπιανοί «σταματήσουν τη ρητορική, ότι αποτελούν τους μοναδικούς απογόνους των Μακεδόνων». Παραχωρούσε στους Σκοπιανούς την κληρονομιά των Μακεδόνων και ζητούσε να δεχτούν πως δεν είναι οι μόνοι. Έτσι ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση. Και το αποτέλεσμα είναι τώρα μπροστά μας. Δεν σώζει, αλλά ενταφιάζει την εθνική μας υπόθεση.»

 

Καταλήγοντας, ο κ. Καλαφάτης σημείωσε: «Αυτό που θα αποφασιστεί τώρα αφορά το παρελθόν, αλλά και το μέλλον μας. Οφείλουμε να σκεφτούμε αν μπορούμε εμείς, κόντρα στη βούληση της πλειονότητας των Ελλήνων, να τεμαχίσουμε και να διαγράψουμε την ιστορία  2,5 χιλιάδων χρόνων. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι αύριο, με δική μας έγκριση, οι Σκοπιανοί, θα λέγονται από όλο τον κόσμο Μακεδόνες. Οφείλουμε να σκεφτούμε τι θα λέμε στα παιδιά μας, που θα ρωτούν τον καθένα μας: «Εσύ το έκανες αυτό;» Εμείς πήραμε την απόφασή μας: Δεν μπορούμε οι Μακεδόνες να πούμε «μακεδόνες» τους Σκοπιανούς. Δεν μπορούμε να δεχτούμε λύση που δίνει στους Σκοπιανούς τη δυνατότητα να  σφετερίζονται όνομα, εθνότητα και γλώσσα. Δεν πουλάμε την ψυχή μας. Σκεφτείτε, λοιπόν, κι εσείς. Σκεφτείτε λίγο ακόμη.»

 

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:

 

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Εγείρονται σήμερα δύο μείζονος σημασίας ζητήματα. Εγείρεται ζήτημα νόθου λύσης, για τη Μακεδονία μας. Εγείρεται και ζήτημα βιασμού της Δημοκρατίας.
Και ξεκινώ από το δεύτερο:
Εγείρεται ζήτημα Δημοκρατίας διότι η κυβέρνηση έφτασε στη Συμφωνία των Πρεσπών, χωρίς να ζητήσει, όπως έκανε τον Ιούλιο του ‘15, εξουσιοδότηση της Βουλής.
Εγείρεται ζήτημα Δημοκρατίας διότι η επιβίωση της κυβέρνησης, απαραίτητος όρος για να φτάσουμε ως εδώ είναι αποτέλεσμα αποστασίας και πολιτικής συναλλαγής.
Εγείρεται, προπάντων, ζήτημα Δημοκρατίας διότι η κυβέρνηση πάει να επιβάλει μια συμφωνία που απορρίπτεται από το 70% των Ελλήνων. Η κυβέρνηση κουρελιάζει κάθε έννοια Δημοκρατίας και καταλύει την αρχή της εθνικής κυριαρχίας. Και όλα αυτά για χάρη ξένων. Σαν ντελιβεράς των επιδιώξεών τους. Σαν γιουσουφάκι….
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Το πρώτον και μείζον ζήτημα που κρίνεται σήμερα είναι η νόθος λύση, είναι το τέρας της λίμνης των Πρεσπών. Είναι νόθος διότι πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει προηγούμενο κατά το οποίο αλλιώτικα να ονομάζεται ο λαός και αλλιώτικα το κράτος. Και είναι τέρας διότι ο συνδυασμός ονόματος, ταυτότητας και γλώσσας ναρκοθετεί τα εθνικά μας συμφέροντα.
Ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι παραχώρησε μακεδονική υπηκοότητα και όχι εθνότητα. Η υπηκοότητα, όμως, είναι ο νομικός δεσμός ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες του.

 

Γι’ αυτό ακριβώς, παντού στον κόσμο η ονομασία κράτους και λαού είναι απολύτως ταυτόσημη. Στη Νέα Ζηλανδία, λέγονται Νεοζηλανδοί και στη Βόρειο Κορέα, Βορειοκορεάτες.

 

Εσείς γιατί δεχτήκατε το κράτος να λέγεται Βόρεια Μακεδονία, και κάτοικοί του, «Μακεδόνες»;
Ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι η ρηματική διακοίνωση που έστειλαν οι Σκοπιανοί δικαιώνει τους ισχυρισμούς της, καθώς αναφέρεται ότι η υπηκοότητα δεν προδικάζει την εθνότητα. Προσποιείται πως δεν άκουσε ότι η προσθήκη αυτή ήταν αίτημα Αλβανών βουλευτών, που θέλουν να διαχωρίσουν τη δική τους εθνότητα. Ξεχνά ότι ο ίδιος ο Ζόραν Ζάεφ έχει δηλώσει πως στόχος είναι να μην προδικάζεται η εθνότητα των Αλβανών και των άλλων.

 

Ξεχνά και κάτι ακόμη:

Ότι η αναφορά για την οποία πανηγυρίζει, παραπέμπει σε συνταγματικές τροπολογίες που κάνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Όχι μόνο δεν αρνούνται, αλλά υπογραμμίζουν την ύπαρξη «μακεδονικού λαού».  Και οι αναφορές αυτές, οι αναφορές σε «μακεδονικό λαό», δεν αφορούν υπηκοότητα. Αφορούν εθνότητα.
Στην ίδια κατεύθυνση συλλειτουργεί και το γεγονός ότι η συμφωνία αναγνωρίζει «μακεδονική γλώσσα». Ισχυρίζεται, βέβαια, η κυβέρνηση ότι αυτό έγινε από το 1977 σε διάσκεψη των Η.Ε. στην Αθήνα. Ψεύδεται και το ξέρει. Διότι η διάσκεψη εκείνη δεν αφορούσε στην αναγνώριση γλωσσών. Και διότι οι ίδιοι οι Σκοπιανοί, ακόμη και σε πρόσφατο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, αποκαλούν τη γλώσσα τους σλαβο-μακεδονική.
Μείζον ζήτημα αποτελεί και το γεγονός ότι το σύνθετο όνομα δεν θα ισχύει erga omnes, Δεν θα ισχύει για όλες τις χρήσεις. Πρώτα από όλα δεν θα εφαρμόζεται για την ταυτότητα και τη γλώσσα. Δεν θα εφαρμόζεται, όμως, ούτε από τους πολίτες, αλλά μόνο από το κράτος.
Πρόκληση συνιστά και το γεγονός ότι η Συμφωνία βάζει σε αμφισβήτηση τόσο τις δικές μας μακεδονικές ονομασίες, όσο και τα βιβλία της Ιστορίας μας. Εκεί που μας χρωστάγανε, μας παίρνουν και τ’ αμπέλι. Αντί να μας γυρίσουν την ιστορία που έκλεψαν, γυρεύουν και τα ρέστα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Κατέληξε τώρα ο αρμόδιος Υπουργός να λέει ότι οι Σκοπιανοί έχουν το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και η Ελλάδα δεν μπορεί να παρέμβει σε αυτό.

Και τότε τι διαπραγματευόταν τόσο καιρό;

Και γιατί περιέλαβε τα θέματα αυτά στη συμφωνία;

 

Και κάτι ακόμη:

 

Ο κ. Ζάεφ δεν επικαλείται το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Πανηγυρίζει ότι «οι Έλληνες αναγνώρισαν πως είμαστε Μακεδόνες, που μιλούμε τη μακεδονική γλώσσα».

 

Και ρωτούμε:

 

Δεν αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση ότι εάν κυρωθεί η συμφωνία, οι Σκοπιανοί όχι μόνο θα αυτοαποκαλούνται, αλλά και θα λέγονται από όλο τον κόσμο Μακεδόνες;

Δεν αντιλαμβάνεται ότι θα ακούμε παντού στον κόσμο να καλωσορίζουν τον «Μακεδόνα» πρωθυπουργό και όχι τον πρωθυπουργό της «Βόρειας Μακεδονίας»;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Ο κ. Ζάεφ πανηγυρίζει, ήδη, ότι η συμφωνία διαφυλάττει τη «μακεδονική εθνική και πολιτισμική ταυτότητα». Ότι χτίζει μια παγκόσμια «Μακεδονία». Ότι στο μέλλον «ούτε η Ελλάδα, ούτε κανένας άλλος» θα μπορεί να αμφισβητήσει την αυτοδιάθεσή τους. Μην κάνουμε, λοιπόν, λάθος. Όσοι ενοχλούμαστε με όσα λέει ο κ. Ζάεφ έχουμε μια και μόνο μια λύση: Να καταψηφίσουμε τη συμφωνία. Διότι το πρόβλημα δεν είναι ότι τα λέει ο Ζάεφ. Το πρόβλημα είναι ότι τα λέει η Συμφωνία.
Ισχυρίζεται η κυβέρνηση ότι η συμφωνία αυτή ήταν το καλύτερο που μπορούσε να πετύχει η χώρα. Εθνικό το αληθές. Πράγματι, μέχρι τον Απρίλιο του 2008, δεκάδες χώρες, η μια μετά την άλλη, αναγνώριζαν τα Σκόπια με τη συνταγματική τους ονομασία. Πράγματι, μέχρι την ώρα εκείνη, η πίεση συγκεντρωνόταν σε εμάς. Και η πίεση αυτή κορυφώθηκε στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι. Τότε, ωστόσο, υπήρξαν εκείνοι που πρόταξαν το εθνικό συμφέρον και έκαναν συμμαχική, την ελληνική θέση. Και από τότε, η Ελλάδα απέκτησε ένα αμάχητο διπλωματικό όπλο. Από τότε η φορά των πιέσεων άρχισε να στρέφεται από την Αθήνα στα Σκόπια και η δικαίωσή μας ήταν ζήτημα χρόνου.

 

Δυστυχώς, όμως. Την ώρα που η συγκυρία λειτουργούσε, όσο ποτέ στο παρελθόν υπέρ μας, ο κ. Τσίπρας υιοθετούσε τις πιο ανιστόρητες θέσεις. Από το Βελιγράδι, το Δεκέμβριο του 2017, διακήρυσσε ότι μπορεί να υπάρξει λύση αν οι Σκοπιανοί «σταματήσουν τη ρητορική, ότι αποτελούν τους μοναδικούς απογόνους των Μακεδόνων». Παραχωρούσε στους Σκοπιανούς την κληρονομιά των Μακεδόνων και ζητούσε να δεχτούν πως δεν είναι οι μόνοι. Έτσι ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση. Και το αποτέλεσμα είναι τώρα μπροστά μας. Δεν σώζει, αλλά ενταφιάζει την εθνική μας υπόθεση.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Θα σας μιλήσω από καρδιάς.

Αυτό που θα αποφασιστεί τώρα αφορά το παρελθόν, αλλά και το μέλλον μας.

Οφείλουμε να σκεφτούμε αν μπορούμε εμείς, κόντρα στη βούληση της πλειονότητας των Ελλήνων, να τεμαχίσουμε και να διαγράψουμε την ιστορία  2,5 χιλ. χρόνων.

Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι αύριο, με δική μας έγκριση, οι Σκοπιανοί, θα λέγονται από όλο τον κόσμο Μακεδόνες.

Οφείλουμε να σκεφτούμε τι θα λέμε στα παιδιά μας, που θα ρωτούν τον καθένα μας: «Εσύ το έκανες αυτό;»

Εμείς πήραμε την απόφασή μας:

Δεν μπορούμε οι Μακεδόνες να πούμε «μακεδόνες» τους Σκοπιανούς.

Δεν μπορούμε να δεχτούμε λύση που δίνει στους Σκοπιανούς τη δυνατότητα να  σφετερίζονται όνομα, εθνότητα και γλώσσα.

Δεν πουλάμε την ψυχή μας.

Σκεφτείτε, λοιπόν, κι εσείς. Σκεφτείτε λίγο ακόμη.