Του Σταύρου Καλαφάτη,
Γενικού Γραμματέα της Κ.Ο. της Ν.Δ.
Βουλευτή Α’ Θεσσαλονίκης
Η Ελλάδα ζήτησε να μετάσχει στη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη, καθώς έχει νόμιμα ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή και οφείλει να τα υπερασπιστεί. Κυρίως, μάλιστα, διότι μια από τις αντιμαχόμενες πλευρές –η προσωρινή Κυβέρνηση της Τρίπολης- κινείται παράνομα εναντίον της. Είναι, άλλωστε, αυταπόδεικτο ότι με την παρανοϊκή συμφωνία που υπέγραψε με την Τουρκία συμπράττει στην απόπειρα πλήρους εξαφάνισης από το χάρτη των νοτιοδυτικών νησιών της Ελλάδας, ακόμη και της Κρήτης. Ότι με την απόφασή της αυτή, παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Ότι ταυτόχρονα ενεργεί παράνομα καθώς δεν έχει ούτε καν κύρωση της απόφασής της από το Λιβυκό Κοινοβούλιο.
Αντί απάντησης στο ελληνικό αίτημα, υποστηρίχθηκε ότι η διάσκεψη δεν θα ασχοληθεί με τις θαλάσσιες ζώνες και ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να έχει καμιά ανησυχία. Η παράκαμψη, ωστόσο, του ζητήματος και ειδικότερα η προσπέλαση των παράνομων πράξεων της προσωρινής λιβυκής Κυβέρνησης μπορεί να συνιστά ένα δεύτερο λάθος μείζον του πρώτου. Διότι σε μια διεθνή διάσκεψη δεν μπορεί να αγνοηθούν οι διεθνείς παρανομίες του ενός από τα αντιμαχόμενα μέρη -πολύ περισσότερο όταν υπονομεύουν την ειρήνη και τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή- και δεν μπορεί να μεταφερθεί στην όποια λύση για τη Λιβύη σαν κληρονομιά του παρελθόντος μια πράξη που παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο, αντίκειται στις αποφάσεις της Ε.Ε. και πλήττει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Μπροστά στα δεδομένα αυτά ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, εξέφρασε προς την οικοδέσποινα της Διάσκεψης Α. Μέρκελ, τη δυσαρέσκειά του και έθεσε ενώπιον των ευθυνών τους –με σχετικές επιστολές του- τα κράτη της Ε.Ε. που μετέχουν στη διάσκεψη, τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Υπενθυμίζει τα συμπεράσματα του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που χαρακτηρίζουν τα μνημόνια Τουρκίας-Σάρατζ άκυρα και τονίζει ότι τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που συμμετέχουν στη Διάσκεψη του Βερολίνου, οφείλουν να λειτουργήσουν ως θεματοφύλακες της απόφασης αυτής. Έσπευσε, μάλιστα να καταστήσει δημόσια σαφή την απόφαση της Ελλάδας να μην δεχθεί καμία απόφαση για τη Λιβύη η οποία δεν θα έχει ως προϋπόθεση την ακύρωση του τουρκο-λιβυκού μνημονίου. Κι αυτό σε μια προσπάθεια να λειτουργούμε ως Προμηθείς και όχι σαν Επιμηθείς. Όχι δηλαδή για να προετοιμάσουμε το έδαφος ενός βέτο σε μια λάθος απόφαση, αλλά για να αποτρέψουμε το λάθος, που μπορεί να γίνει από όσους εύκολα μπορεί να ξεχνούν τις αποφάσεις που από κοινού λαμβάνονται στην Ε.Ε.
Έχουν λοιπόν υποχρέωση τόσο η Γερμανία που ανέλαβε τη διοργάνωση, όσο και τα κράτη μέλη της Ένωσης που μετέχουν στη Διάσκεψη του Βερολίνου, να εκφράσουν, αλλά και να επιβάλουν την κοινή ευρωπαϊκή θέση. Οφείλουν, αναζητώντας μια λύση για τη ειρήνευση στη Λιβύη, να απαλλάξουν την όποια διάδοχη κατάσταση από το νομικό τερατούργημα που επέβαλε στη σημερινή προσωρινή κυβέρνηση της Λιβύης η Τουρκία. Αυτό, άλλωστε, είναι και το αίτημα τόσο του Στρατάρχη Χαφτάρ όσο και του Λιβυκού Κοινοβουλίου, που με θάρρος και παρρησία αναγνωρίζουν το δίκιο της Ελλάδας. Δεσμεύονται μάλιστα ότι μια νέα κυβέρνηση με δική τους συμμετοχή, όχι μόνο θα ακυρώσει το μνημόνιο με την Τουρκία, αλλά θα προχωρήσει και στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα, ξεκινώντας τις διαβουλεύσεις από εκεί που είχαν φτάσει το 2009.