Από το Βουκουρέστι στις Βρυξέλλες

Άρθρο του Σταύρου Καλαφάτη,

Βουλευτή Α’ Θεσσαλονίκης της Νέας Δημοκρατίας, στον Ελεύθερο Τύπο.

 

Το Μάρτη του 1992, ο πρώτος πρόεδρος του γειτονικού κράτους Κίρο Γκλιγκόροφ δήλωνε κατά λέξη: «Εμείς είμαστε Σλάβοι. Δεν έχουμε καμιά σύνδεση με το Μ. Αλέξανδρο. Ήρθαμε στην περιοχή τον 6ο μ.Χ. αιώνα». Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, το Δεκέμβρη του 2017, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλ. Τσίπρας δήλωνε στο Βελιγράδι πως μπορεί να υπάρξουν θετικές εξελίξεις αν η νέα κυβέρνηση των Σκοπίων σταματήσει «την αχρείαστη ρητορική ότι αποτελούν τους ΜΟΝΑΔΙΚΟΥΣ απογόνους των Μακεδόνων και του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Έχριζε τους Σκοπιανούς  απόγονους των Μακεδόνων και του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ζητούσε να δηλώσουν πως δεν είναι οι μόνοι. Ποδοπατούσε την ελληνική ιστορία, ακύρωνε την ομολογία Γκλιγκόροφ και άνοιγε δρόμο νέων υποχωρήσεων και παραχωρήσεων. Δείχνοντας ταυτόχρονα ότι αγνοεί την αλλαγή στη φορά των πραγμάτων, που συντελέστηκε και συντελείται με την απόφαση του Βουκουρεστίου.

Είναι γεγονός ότι μέχρι τη Σύνοδο του Βουκουρεστίου, τον Απρίλη του 2008, η Ελλάδα αντιμετώπιζε δύο δεδομένα: Το πρώτο ήταν η βεβαιότητα πως ό,τι κι αν πούμε, τα Σκόπια δεν επρόκειτο να συμπράξουν σε καμιά λύση, δεν επρόκειτο να υπάρξει κανένας συμβιβασμός. Το δεύτερο ήταν η αναγνώρισή τους με το όνομα  «Μακεδονία» από δεκάδες χώρες, με πιο ηχηρή εκείνη των Αμερικανών. Οι πιέσεις εστιάζονταν σε βάρος μας και ο Αμερικανός πρόεδρος, ξεκινώντας για το Βουκουρέστι, ανήγγελλε την άμεση ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή – με υπουργό Εξωτερικών τη Ντόρα Μπακογιάννη και υπουργό Εθνικής Άμυνας το Βαγγέλη Μεϊμαράκη – αντιλαμβανόταν πως εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τα Σκόπια δεν θα ενδιαφέρονταν ποτέ για τη λύση του προβλήματος και η υπόθεση θα χανόταν οριστικά. Δεν έμενε, κατ’ επέκταση, παρά μόνο να σηκώσει το βάρος της αντιπαράθεσης με τους Συμμάχους και να ματαιώσει τους σχεδιασμούς τους. Και αυτό, ακριβώς, έκανε ο Κ. Καραμανλής στο Βουκουρέστι. Απέκρουσε τις αμερικάνικες πιέσεις, αντιτάχθηκε στην ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και πέτυχε την ομόφωνη απόφαση των ηγετών των χωρών της Συμμαχίας, που συμπυκνώνεται στη φράση: «Πρώτα λύση και μετά πρόσκληση ένταξης».

Από την ώρα εκείνη η ελληνική θέση έγινε συμμαχική, η πίεση μεταφέρθηκε στα Σκόπια και η κατάσταση πραγμάτων άρχισε να αλλάζει. Δεν πιεζόμαστε πια και δεν έχουμε λόγο να βιαζόμαστε εμείς, αλλά τα Σκόπια. Τόσο η σημερινή Κυβέρνηση της γείτονος, όσο και οι σύμμαχοί μας επιδιώκουν την ενσωμάτωση των Σκοπίων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς και βιάζονται να κάνουν την αρχή κατά την επικείμενη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Φαίνεται μάλιστα – το αποκάλυψε, άλλωστε, ο ειδικός διαμεσολαβητής του Ο.Η.Ε. Μάθιου Νίμιτς – πως ενόψει των δυσκολιών θα επιδιώξουν κάποια συμφωνία, που δεν θα εφαρμοστεί άμεσα αλλά τμηματικά και σταδιακά Και εδώ μπορεί να κρύβεται η μεγάλη παγίδα. Διότι μια συμφωνία μπορεί να μην εφαρμοστεί και να μην γίνει λύση ποτέ. Μπορεί να μην καταφέρει να την εφαρμόσει – δεν έχει άλλωστε την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία – η σημερινή κυβέρνηση. Μπορεί να την αρνηθεί και να σταματήσει την εφαρμογή της μια άλλη. Μπορεί, δηλαδή, να κάνουν ό,τι έκαναν και με την ενδιάμεση συμφωνία του 1995. Άλλο συμφωνία λοιπόν και άλλο λύση. Άλλωστε, συμφωνία με δόσεις μπορεί να μην γίνει ποτέ λύση Και η ομόφωνη απόφαση του Βουκουρεστίου λέει «πρώτα λύση».