Η κυβέρνηση αποδέχεται την αξίωση των Σκοπιανών να αποκαλούνται “Μακεδόνες”

Συνέντευξη του Σταύρου Καλαφάτη, Βουλευτή Α Θεσσαλονίκης & Αναπληρωτή Τομεάρχη Εξωτερικών Υποθέσεων της Νέας Δημοκρατίας, στη δημοσιογράφο Κατερίνα Κατσαβού για τον Ελεύθερο Τύπο.

 

  1. Κύριε Καλαφάτη, οι διαφωνίες της Νέας Δημοκρατίες σε ό,τι αφορά τη συμφωνία για το Σκοπιανό είναι γνωστές. Σε τι κυρίως επικεντρώνονται;

Για πρώτη φορά, μια ελληνική κυβέρνηση αποδέχεται τις αξιώσεις των Σκοπιανών να αποκαλούνται «Μακεδόνες», να έχουν «μακεδονική ταυτότητα» και να ονομάζουν τη γλώσσα τους «μακεδονική». Ο Ζόραν Ζάεφ πανηγυρίζει τονίζοντας πως η συμφωνία διαφυλάττει τη «μακεδονική εθνική και πολιτισμική ταυτότητα». Διαπιστώνεται, ταυτόχρονα, πως το γειτονικό κράτος δεν θα λέγεται «Severna Makedonja», όπως αρχικά υποστήριζε ο κ. Τσίπρας, αλλά North Macendonia. Εάν, λοιπόν, με την υπογραφή της Ελλάδας οι γείτονές μας ονομάζονται «Μακεδόνες» και εάν αναγνωρίζεται – με τη δική μας βούλα – ότι μιλούν «μακεδονική γλώσσα», ένα είναι περισσότερο από βέβαιο: Ότι στο γειτονικό κράτος θα αποθρασυνθούν οι πιο εθνικιστικές τάσεις. Οι υποχωρήσεις της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου δεν αντιμετωπίζουν τις αλυτρωτικές διαθέσεις των γειτόνων μας. Απελευθερώνουν το τζίνι του αλυτρωτισμού. Και αυτό είναι ανεύθυνο, απαράδεκτο, επικίνδυνο.

  1. Η κυβέρνηση πάντως επιμένει ότι πέτυχε την εφαρμογή της νέας ονομασίας για όλες τις χρήσεις και έναντι όλων, ότι πέτυχε δηλαδή αυτό που λέγαμε erga omnes. Δεν είναι θετικό αυτό;

Δυστυχώς, η Κυβέρνηση δεν έχει πετύχει ούτε καν τη βασική και αυτονόητη αυτή προϋπόθεση. Πρώτ’ απ΄ όλα, διότι η σύνθετη ονομασία δεν καλύπτει τις πιο σημαντικές χρήσεις που είναι η ταυτότητα και η γλώσσα. Δεύτερο διότι οι εμπορικές ονομασίες, οι επωνυμίες και τα σύμβολα παραπέμπονται σε διεθνή ομάδα που θα αποφασίσει εντός τριετίας. Και αυτό έχει ήδη προκαλέσει πρόσθετη βαθειά ανησυχία στον εμπορικό, αλλά και τον επιστημονικό κόσμο της Βορείου Ελλάδας, που διερωτάται – για παράδειγμα – για τη μακεδονική ονομασία των προϊόντων του και τον τίτλο του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Τρίτον, διότι έχει συμφωνηθεί η συγκρότηση επιτροπής που θα εξετάσει τα βιβλία ιστορίας των δύο χωρών, προκειμένου – όπως λέει – να αρθούν αλυτρωτικές αναφορές. Δεν θα εξετάσει μόνον την ιστορία των Σκοπίων, αλλά και την ελληνική. Αποδέχεται, δηλαδή, η κυβέρνηση ότι, όχι μόνο η γειτονική χώρα, αλλά και η Ελλάδα θα ελεγχθεί για πιθανή αλυτρωτική προπαγάνδα. Και αυτό δεν είναι απλά αδιανόητο. Είναι ανόητο. Υπάρχει, όμως, και άρθρο που αναφέρει ότι κάθε χώρα θα ερμηνεύει τον όρο «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» κατά βούληση. Και εδώ εγείρεται το ερώτημα τι άραγε έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους οι εισηγητές της πρόβλεψης αυτής; Φαίνεται, τελικά, ότι η σύνθετη ονομασία θα αφορά αποκλειστικά και μόνο το κράτος και όχι το λαό.  Και όταν εμείς αναγνωρίζουμε τους Σκοπιανούς σαν «Μακεδόνες» φοβάμαι πως εκεί που μας χρωστάγανε θα ζητήσουν και τ’ αμπέλι.

  1. Ποιος ήταν ο σκοπός της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε η Νέα Δημοκρατία;

Ο Πρόεδρος του κόμματος, ο κ. Μητσοτάκης επισήμανε από την πρώτη στιγμή ότι – με δεδομένες τις δημόσιες αντιρρήσεις του κ. Καμμένου – ο κ. Τσίπρας δεν είχε την απαιτούμενη δημοκρατική νομιμοποίηση για την υπογραφή μιας τέτοιας συμφωνίας. Ζητήσαμε, λοιπόν, πριν προχωρήσει, να έρθει στη Βουλή, όπως έκανε και το Καλοκαίρι του 2015, και να ζητήσει σχετική εξουσιοδότηση. Τότε και δημοψήφισμα αποφάσισε και σύσκεψη του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών προκάλεσε και εξουσιοδότηση από τη Βουλή ζήτησε. Τώρα αρνείται τα πάντα. Είχαμε, λοιπόν, υποχρέωση να αντιδράσουμε, με ένα και μόνο σκοπό: Να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα προκειμένου να αποτρέψουμε την υπογραφή μιας ενδοτικής συμφωνίας, που μπορεί να παράγει μη αναστρέψιμες συνέπειες σε βάρος του Ελληνισμού. Να ζητήσουμε από κάθε κόμμα και κάθε βουλευτή να πάρει ξεκάθαρη θέση για τη συμφωνία. Τώρα ο καθένας θα ξέρει ποιοι έβαλαν και τη δική τους υπογραφή σε ένα εθνικό έγκλημα.

  1. Κυβερνητικά στελέχη κατηγορούν το κόμμα σας πως ως Κυβέρνηση στο παρελθόν διαπραγματευόταν χειρότερες λύσεις. Τι απαντάτε;

Από τη μια κατηγορούν τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις ότι κράτησαν για δεκαετίες άλυτο το ζήτημα και από την άλλη ότι έκαναν μεγάλες υποχωρήσεις. Αντιφάσκουν και εκθέτουν άδικα τη χώρα. Προσποιούνται, ταυτόχρονα, ότι δεν κατάλαβαν πως την αρνητική  πορεία των πραγμάτων την άλλαξε η απόφαση του Βουκουρεστίου που διεκδίκησε και πέτυχε – με προσωπικό κόστος – ο Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, με υπουργό Εξωτερικών τη Ντόρα Μπακογιάννη και υπουργό Εθνικής Άμυνας το Βαγγέλη Μειμαράκη. Χωρίς την απόφαση εκείνη, η υπόθεση θα είχε χαθεί, τα Σκόπια θα ήταν στο ΝΑΤΟ με το όνομα «Μακεδονία» και η Ελλάδα θα υποτασσόταν στα τετελεσμένα. Εκείνη η απόφαση αντέστρεψε την κατεύθυνση των πιέσεων και δημιούργησε μια ευνοϊκή για μας συγκυρία που δυστυχώς η Κυβέρνηση δεν θέλησε να αξιοποιήσει. Ο Καραμανλής τόλμησε το μεγάλο όχι. Αυτοί δεν θέλησαν, δεν άντεξαν, δεν μπόρεσαν. Σε ένα μείζον εθνικό ζήτημα, ο κ. Τσίπρας εζυγίσθη, εμετρήθη και ευρέθη ελλειπής. Δεν εξέπληξε. Τόσος ήταν.

 

  1. Θεωρείτε ότι η συμφωνία δεν σέβεται την απόφαση του Βουκουρεστίου;

 

Το άρθρο 2 που ανοίγει το δρόμο των Σκοπιανών προς το ΝΑΤΟ βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο. Προβλέπει ότι η πρόσκληση ένταξης θα σταλεί αμέσως μετά την κύρωση της συμφωνίας από τους γείτονές μας και θα ολοκληρωθεί μετά τη συνταγματική αλλαγή. Και εκεί εγείρονται πολλές αμφιβολίες ως προς τα ενδεχόμενα που μπορεί να προκύψουν. Ποίος, άλλωστε, θα μπορεί να ανακόψει την πορεία τους; Και τι θα γίνει αν η Βουλή των Ελλήνων αρνηθεί την κύρωση της συμφωνίας; Φοβάμαι, κυρία Κατσαβού, ότι ο ιστορικός του μέλλοντος δύσκολα θα καταγράψει το πως μια κυβέρνηση της Αριστεράς έγινε ντελιβεράς ξένων αξιώσεων κόντρα στα συμφέροντα του Ελληνισμού. Πως υποχώρησε μπροστά στο σφετερισμό της ιστορίας μας και τις ανιστόρητες διεκδικήσεις του μικρού γείτονά μας. Και πως είχε το θράσος να πανηγυρίσει μια λεόντειο συμφωνία.