Του Σταύρου Καλαφάτη,
βουλευτή Α΄ Θεσσαλονίκης της Νέας Δημοκρατίας
Η επιλογή προσώπων για τις ηγεσίες τόσο των Ανωτάτων Δικαστηρίων, όσο και των Ανεξάρτητων Αρχών, επιβάλλεται να είναι προϊόν συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων. Σε αυτό μάλιστα παραπέμπουν και οι προβλεπόμενες συνταγματικές διατάξεις. Υποχρεούνταν, λοιπόν, η κυβέρνηση να αποδείξει την πρόθεσή της αυτή όταν η διαδικασία επιλογής της ηγεσίας του Αρείου βρισκόταν στη Βουλή. Δεν το έπραξε, όμως. Διότι απλούστατα τέτοια πρόθεση δεν είχε. Υποχρεούνταν, προπάντων, από τη στιγμή που ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ομολόγησε πως δεν διαθέτει την εμπιστοσύνη του λαού και θα πάει σε εκλογές, να εγκαταλείψει τη διαδικασία. Ούτε κι αυτό έκανε, όμως. Αντιθέτως, μάλιστα. Ποδοπάτησε το Σύνταγμα και καταγγέλλει τη Νέα Δημοκρατία πως δεν συνέπραξε.
Ας καταλάβουν, λοιπόν, πως -για άλλη μια φορά- δεν είναι καταγγέλλοντες, αλλά καταγγελλόμενοι. Διότι από τη στιγμή που ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έχει ανακοινώσει την προκήρυξη εκλογών, η κυβέρνηση είναι επί της ουσίας υπηρεσιακή και δεν μπορεί να προβαίνει παρά μόνον σε πράξεις διαχείρισης τρεχουσών υποθέσεων. Διότι, προπάντων, από τη στιγμή που ομολόγησε απώλεια της εμπιστοσύνης του λαού, δεν νομιμοποιείται να λαμβάνει αποφάσεις που αφορούν στο μέλλον. Πολύ περισσότερο όταν η θητεία των επικεφαλής του Αρείου Πάγου λήγει στις 30 Ιουνίου και μόνο τότε η κυβέρνηση θα μπορούσε να αποφασίσει, να καταρτίσει και να στείλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σχετικό Προεδρικό Διάταγμα.
Για όλους αυτούς τους λόγους -όπως ήδη είχαν προειδοποιήσει κορυφαίοι συνταγματολόγοι- η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου συνιστά «προκλητική περιφρόνηση» και «προφανή καταδολίευση του Συντάγματος». Δεν εγείρεται, επομένως, ζήτημα συναίνεσης, όπως προσχηματικά διατείνεται η κυβέρνηση, αλλά ζήτημα νομιμότητας. Το Σύνταγμα και οι νόμοι, θεωρούν την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αντιθεσμική και αντισυνταγματική. Και η θέση μας είναι ξεκάθαρη. Το Σύνταγμα και οι νόμοι δεν μπορεί να παραβιάζονται ούτε από ένα, ούτε πολλούς.