«Δυο υπουργοί μαλώνανε…»

Του Σταύρου Καλαφάτη

 

«Χαμηλό βαρομετρικό ανάμεσα στα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Ξεκίνησε μετά τις απειλές Καμμένου πως θα ρίξει την κυβέρνηση πριν έρθει στη Βουλή η συμφωνία των Πρεσπών και πήρε νέα ένταση μετά το δημοψήφισμα στα Σκόπια. Ο κ. Καμμένος έσπευσε να εγείρει ζήτημα εγκυρότητας της διαδικασίας, αλλά ο κ. Κοτζιάς έδωσε έμφαση στη συντριπτική υπεροχή του «ναι». Λίγο αργότερα, μάλιστα, άρχισε να προκαλεί τον εταίρο του, υπογραμμίζοντας πως οι κυβερνήσεις πέφτουν στη Βουλή. Ξεχνώντας, μάλιστα, την ύπαρξη Υπουργικού Συμβουλίου προσπάθησε να τον αδειάσει, διακηρύσσοντας πως η εξωτερική πολιτική χαράσσεται από τον ίδιο και τον Πρωθυπουργό. Και ο κ. Καμμένος, μπροστά στα σκούρα, ψέλλισε πως κόβει κάθε διάλογο και πως ο ίδιος μιλά μόνο με τον Πρωθυπουργό.

Το πρόβλημα θα ήταν ίσως διαχειρίσιμο εάν αφορούσε αποκλειστικά και μόνο το τέρας της Λίμνης των Πρεσπών. Δεν είναι, ωστόσο, μόνο αυτό. Διότι, την ίδια στιγμή, ακούγονται ολοένα και πιο έντονα οι απειλές της εξ ανατολών γείτονος. Μόλις πρόσφατα, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας που συνήλθε έκτακτα στην Άγκυρα επανέλαβε την «αποφασιστικότητά του να προστατεύσει, με όλους τους δυνατούς τρόπους, τα δικαιώματα και συμφέροντα της χώρας» στην Ανατολική Μεσόγειο. Άφησε να φανεί πως υιοθετεί τη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών σύμφωνα με την οποία, εάν η Κυπριακή Δημοκρατία προχωρήσει σε νέες έρευνες, το ίδιο θα κάνει και η Άγκυρα. Επιβεβαίωσε την προγραμματική δήλωση του Τ. Ερντογάν, για έξοδο του ερευνητικού σκάφους «Πορθητής» στις πρώτες 100 ημέρες της νέας κυβέρνησής του. Και αναθέρμανε τη δήλωση, από τον περασμένο Μάιο, του τότε αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων και νυν υπουργού Άμυνας πως η χώρα του δεν θα δεχτεί ελληνικά τετελεσμένα. Δήλωση που στόχευε όχι μόνο την κυπριακή ΑΟΖ, αλλά και την υφαλοκρηπίδα του Καστελόριζου, της Ρόδου, της Κάσου και της Κρήτης

Το συμπέρασμα είναι δραματικό. Την ώρα που τα εθνικά μας ζητήματα σέρνονται στην κόψη του ξυραφιού, δυο υπουργοί μαλώνουνε σε ξένο αχυρώνα. Ενώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο νέας τουρκικής απόπειρας τετελεσμένων, την οποία θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, οι επικεφαλής τους αρνούνται ακόμη και να κουβεντιάσουν. Με εντελώς αντίθετες θέσεις σε κρίσιμα ζητήματα, αλλά και ισχυρά προσωπικά πείσματα, που τροφοδοτούνται από την αδυναμία παρέμβασης του Πρωθυπουργού, ενθαρρύνουν όσους καιροφυλακτούν για να πλήξουν τα συμφέροντα της χώρας. Μπροστά στον έξωθεν κίνδυνο, γίνονται οι ίδιοι σοβαρότερος κίνδυνος.»