Αυτά που γίνονται αποτελούν ευτελισμό του Κοινοβουλίου και ρίχνουν νερό στο μύλο ακραίων μορφωμάτων, υποστηρίζει ο Σταύρος Καλαφάτης, βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης της Νέας Δημοκρατίας, σε άρθρο στον «Τύπο της Θεσσαλονίκης». Συγκεκριμένα αναφέρει:
«Αυτά που σήμερα γίνονται στη Βουλή δεν έγιναν ποτέ στο παρελθόν και δεν μπορεί να γίνονται, δεν χωρούν σε δημοκρατικό πολίτευμα. Αποκαλύπτουν, πρωτίστως, τον πανικό μιας κυβέρνησης που δεν αντέχει ούτε καν τις παρενέργειες μιας γκαζόζας. Αναδεικνύουν την αλαζονεία, το θράσος, την καθεστωτική αντίληψη, την κατρακύλα της. Πάνω από όλα, ωστόσο, ευτελίζουν το Κοινοβούλιο, το δημόσιο βίο, κάθε αρχή και έννοια δημοκρατικής λειτουργίας. Ρίχνουν, σε τελική ανάλυση, νερό στο μύλο αντισυστημικών, αντιδημοκρατικών, ακραίων μορφωμάτων. Και για αυτό απόλυτα υπεύθυνοι είναι τόσο οι πρωταγωνιστές, οι επικεφαλής της Κυβέρνησης και της Βουλής, όσο και τα πιόνια που μετέχουν στην πολιτική αθλιότητα.
Το ιστορικό των γεγονότων δεν επιτρέπει αμφιβολίες. Όλα ξεκίνησαν όταν ο επικεφαλής των ΑΝΕΛ απείλησε πως, αν του διαλύσουν την Κοινοβουλευτική Ομάδα, δεν θα τους αφήσει να φτάσουν μέχρι την παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Φοβούμενος ενδεχόμενες αποκαλύψεις και υποκύπτοντας στον εκβιασμό του πρώην εταίρου του, ο Πρωθυπουργός- όπως ο ίδιος είχε το θράσος να αποκαλύψει- έδινε εντολή στον Πρόεδρο της Βουλής να αλλάξει τον Κανονισμό για να σώσει τον πρώην εταίρο του. Την ίδια ώρα, μάλιστα, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος έσπευδε να ανακοινώσει πως για την κυβέρνηση «δεν είναι ηθικό ή πολιτικά ορθό να διαλύουμε κοινοβουλευτικές ομάδες κομμάτων που στις εκλογές εξασφάλισαν την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο».
Σαν εντεταλμένος για τη διάσωση των προνομίων του επικεφαλής των ΑΝΕΛ, μόλις μια μέρα αργότερα, ο Πρόεδρος της Βουλής, εμπόδιζε την παραίτηση βουλευτή δήθεν για να ψηφιστεί το Πρωτόκολλο ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και δυο μέρες αργότερα, συγκαλούσε την Επιτροπή για τον Κανονισμό. Ο Πρωθυπουργός, ωστόσο, πανικοβλημένος από την εμπέδωση της πεποίθησης ότι υποκύπτει στους εκβιασμούς του πρώην εταίρου του, άλλαζε θέση. Περιφρονώντας την αρχή του Κοινοβουλευτικού Πολιτεύματος ότι η Βουλή ελέγχει την κυβέρνηση και όχι η κυβέρνηση τη Βουλή, απευθυνόταν -με επιστολή του- ξανά προς τον Πρόεδρο της Βουλής και του ζητούσε να μην κάνει τίποτε άλλο, παρά μόνο να «να προστρέξει στην γνωμοδότηση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής».
Ενώ, όμως ο Πρόεδρος της Βουλής εκτελούσε τις νέες πρωθυπουργικές ντιρεκτίβες, υπουργός Επικρατείας προανήγγελλε ότι οι έξι βουλευτές που έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση θα ενταχθούν στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόδιδε τα «μαγειρεία» που είχαν αναλάβει το συντονισμό, αλλά δεν ήταν ακριβής. Διότι, αντί γι’ αυτό, οι έξι συμφώνησαν κάτι άλλο. Με γραπτή δήλωσή τους προς τη Βουλή -κάτι σαν κι αυτή του νόμου 105- ανέφεραν πως, από δω και πέρα, θα ψηφίζουν όποιο νομοσχέδιο φέρει η Κυβέρνηση. Και αυτό ήταν πρωτοφανές αφού ποτέ και πουθενά δεν είχε γίνει κάτι τέτοιο. Ήταν αδιανόητο αφού ούτε καν οι κυβερνητικοί βουλευτές παραδίδουν προκαταβολικά την ψήφο τους. Είναι, όμως και θεσμικά απαράδεκτο αφού το Σύνταγμα επιβάλλει στους βουλευτές να λειτουργούν κατά συνείδηση και δεν δέχεται σαν δεδομένη την ψήφο κανενός. Είναι, κατ’ επέκταση, ξεπούλημα συνείδησης που οδηγεί στον απόλυτο ευτελισμό του Κοινοβουλίου. Και επιφυλάσσει σοβαρότατους κινδύνους για το πολιτικό σύστημα, τη Δημοκρατία, τα εθνικά συμφέροντα.