Τοποθετώντας τη Θεσσαλονίκη στον παγκόσμιο χάρτη του αστικού ανταγωνισμού: μια πρόκληση για δράση

Οι περισσότερες πόλεις της Ευρώπης αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια διαρκώς εντεινόμενα προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, την ανεργία, την υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος, τη φτώχεια, την εγκληματικότητα και την αποδιοργάνωση του κοινωνικού ιστού. Τα ίδια αίτια συναντούμε και στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η πόλη της Θεσσαλονίκης, της οποίας η άναρχη ανάπτυξη δεν εκμεταλλεύτηκε τις συνθήκες των γεωπολιτικών εξελίξεων της περιοχής, ούτε τις προοπτικές που ανοίγονται για την πόλη στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Όπως έχει επισημανθεί από διακεκριμένους επιστήμονες, η Θεσσαλονίκη δεν εξελίσσεται, παρά τη συνεχόμενη εξαγγελία στρατηγικών στόχων τα τελευταία 30 χρόνια. Για την πόλη εκπονήθηκαν δεκάδες αναπτυξιακές μελέτες τις τελευταίες δεκαετίες.  Όλες αυτές οι μελέτες και τα προγράμματα ανέλυσαν σε βάθος τα πιθανά συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής, χωρίς όμως να προσεγγίζουν με την ίδια ανάλυση τις εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι όποιοι σχεδιασμοί, σε ρυθμιστικό ή χωροταξικό επίπεδο, να έπονται των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων.

 

Είναι απαραίτητο άμεσα, χωρίς καθυστερήσεις, να καθορίσουμε το πλαίσιο για τη διαμόρφωση ενός νέου οράματος για την πόλη. Αυτό απαιτεί να ερμηνεύσουμε τέσσερις κομβικής σημασίας παραμέτρους για την αναπτυξιακή προοπτική της Θεσσαλονίκης:

α.    Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Θεσσαλονίκης που καθορίζεται από τη σημερινή γεωπολιτική πραγματικότητα, με τις ραγδαίες αλλαγές στις βαλκανικές χώρες, το οποίο κινδυνεύει να χαθεί εξαιτίας της έλλειψης υποδομών και κινήτρων.  Ο συγκοινωνιακός αποκλεισμός της πόλης, η υποβάθμιση της Διεθνούς Έκθεσης και η ολιγωρία στην περίπτωση της Ζώνης Καινοτομίας στερούν μεταξύ άλλων τη Θεσσαλονίκη από το ρόλο που δικαιούται να παίξει στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

β.    Ο ανταγωνισμός μεταξύ κέντρου και περιφέρειας πρέπει να δώσει τη θέση του σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο ανταγωνιζόμενων πόλεων (Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Πάτρα), ώστε να ισορροπήσει το σύστημα υποδομών και κινήτρων, προς όφελος των περιφερειακών πόλων.

γ.    Η μεγάλη υπεραξία που παράγουν τα σύμβολα-τοπόσημα σε ένα υποβαθμισμένο αστικό τοπίο.  Πόλεις μεγάλου και μεσαίου μεγέθους, όπως η Βαρκελώνη, η Γλασκώβη και το Μπιλμπάο, επένδυσαν τα τελευταία χρόνια τεράστια κεφάλαια στην αστική αναζωογόνηση και σε αρχιτεκτονική υψηλής ποιότητας, υλοποιώντας φιλόδοξα αναπτυξιακά προγράμματα. Για να επανέλθει ο χαμένος διεθνής ρόλος της Θεσσαλονίκης πρέπει να αναδειχθεί μια νέα δημοτική αρχή, η οποία να πιστεύει και να επενδύει στην προοπτική αυτή, αξιοποιώντας τις πραγματικές οικονομικές και πνευματικές δυνάμεις της πόλης και ενεργοποιώντας ένα σχεδιασμό μεγάλης εμβέλειας και ευρείας χρηματοδότησης, κρατικής  και ιδιωτικής.

δ.    Η αναζήτηση ενός σύγχρονου αναπτυξιακού μοντέλου για την πόλη, με τη δραστηριοποίηση των δυνάμεων της αγοράς σε τομείς όπως την παροχή υπηρεσιών, τις τηλεπικοινωνίες, τη βιοτεχνολογία, την υψηλή τεχνολογία, το διεθνές εμπόριο, την κοινωνία της πληροφορίας, την εκπαίδευση, την έρευνα και την πιστοποίηση.

 

Η ανάλυση των εξελίξεων στην παγκόσμια ζήτηση καθορίζει, ισοδύναμα με τα πλεονεκτήματα της περιοχής, το παραγωγικό μέλλον της Θεσσαλονίκης. Η άνοδος της μεσαίας τάξης σε παγκόσμια κλίμακα, ιδιαίτερα στις αγορές των αναπτυσσόμενων χωρών, οδηγεί σε αυξημένη ζήτηση για προϊόντα που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής. Κατά συνέπεια, διακρίνεται η ανάγκη αναπροσδιορισμού των αντικειμένων οικονομικής δραστηριότητας. Οφείλουμε να δώσουμε έμφαση σε κριτήρια όπως η ποιότητα, η παροχή άυλων υπηρεσιών, η παραγωγή γνώσης, η παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων φιλικών προς το περιβάλλον, η εξυπηρέτηση καταναλωτικών και προσωπικών αναγκών των ατόμων τρίτης ηλικίας.

 

Επιπλέον, για την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό, απαιτούνται συντονισμένες δράσεις, με στόχο τη διαφοροποίηση της πόλης σε σχέση με άλλους ανταγωνιστικούς προορισμούς της ευρύτερης περιοχής. Στο πλαίσιο αυτό, η αντιμετώπιση διαφόρων λειτουργικών προβλημάτων της πόλης, που μειώνουν την ελκυστικότητά της, αλλά και η έλλειψη βασικών υποστηρικτικών υποδομών για το συνεδριακό, τον πολιτιστικό ή το θαλάσσιο τουρισμό, αποτελούν ζητήματα πρώτης προτεραιότητας, και μάλιστα σε επίπεδο μητροπολιτικής διακυβέρνησης.

 

Την εποχή όπου όλα τα σημαντικά αστικά κέντρα του αναπτυγμένου κόσμου αποδύονται σε αγώνα δρόμου για την ποιοτική πρωτοπορία και την καινοτομία, είναι λυπηρό η Θεσσαλονίκη, παρά τα φυσικά της χαρακτηριστικά, την ιστορική της παράδοση, τα πανεπιστήμια και τις προοπτικές της, να βρίσκεται σε κατάσταση οικονομικής συρρίκνωσης. Σημαντικά έργα υποδομών γίνονται αντικείμενο διελκυστίνδας μεταξύ κράτους και τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ οι κύριες επενδύσεις αφορούν εμπορικά κέντρα και χώρους διασκέδασης.

 

Η Θεσσαλονίκη θα πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες εξελίξεις, να οριστικοποιήσει ένα όραμα, μια κεντρική ιδέα, για το πώς θέλει ή μπορεί να μετεξελιχθεί μέσα από ένα νέο ρεαλιστικό αναπτυξιακό και χωρικό σχεδιασμό.

Το όραμα ενός μακροπρόθεσμου μητροπολιτικού σχεδιασμού για την περιοχή της Θεσσαλονίκης, θα πρέπει να στοχεύει τουλάχιστον στα εξής:

  • Στην ανάκαμψη του βιοτεχνικού και βιομηχανικού τομέα παραγωγής, με την καθοδήγηση προς επιλεγμένους τομείς, με κριτήρια παγκόσμιας ζήτησης και βέλτιστη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του εργατικού και επιστημονικού δυναμικού της περιοχής.
  • Στην υποστήριξη και οργάνωση των εμπορικών δραστηριοτήτων και στις παρεμφερείς οικονομικές επιχειρήσεις.
  • Στην εξασφάλιση ικανοποιητικών συνθηκών μετακίνησης προσώπων και αγαθών, για την άνετη πρόσβαση στο εμπόριο, τις υπηρεσίες και την κοινωνική υποδομή.
  • Στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης και την κεφαλαιοποίηση της συσσωρευμένης γνώσης σε εκπαιδευτικά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα της περιοχής.
  • Στο σχεδιασμό στρατηγικής σημασίας αστικών παρεμβάσεων και αναπλάσεων, με δυναμική επιρροής σε μητροπολιτική κλίμακα.

 

Ανακεφαλαιώνοντας, αυτό που απαιτείται πλέον είναι ένα συνολικό πλαίσιο  πνοής για τη μητροπολιτική περιοχή με την άμεση εφαρμογή ενός νέου μοντέλου χωρικής και οικονομικής ανάπτυξης για τη Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα, με στόχο ένα βιώσιμο αστικό περιβάλλον. Μια σύγχρονη πόλη με καθαρή ατμόσφαιρα, περισσότερο πράσινο και ανεκτή στάθμη θορύβου, στην οποία οι μετακινήσεις ανθρώπων και αγαθών θα υποστηρίζονται επαρκώς, οι κατασκευές θα ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις για κατανάλωση ενέργειας και προσβασιμότητα, η πολιτιστική συνέχεια θα αναδεικνύεται και θα παρέχει το υπόβαθρο για την προσέλκυση της σύγχρονης δημιουργικής έκφρασης. Με το στόχο αυτό, η νέα ηγεσία του Δήμου Θεσσαλονίκης θα δώσει προτεραιότητα στον προγραμματισμό έργων μακράς πνοής, για την ποιοτική αναβάθμιση του δομημένου περιβάλλοντος (πολεοδομική ανασυγκρότηση υποβαθμισμένων περιοχών, συνολική υπογειοποίηση δικτύων ενέργειας και τηλεπικοινωνιών,  αισθητικές επεμβάσεις σε όψεις και δώματα κτιρίων, έργα αποκατάστασης μνημείων και παραδοσιακών συνόλων κ.α.), σε συνδυασμό με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα νέας αρχιτεκτονικής με την δημιουργία έργων – συμβόλων, που θα σηματοδοτούν μια φυσιογνωμία της πόλης αντάξια της ιστορίας της αλλά και των προσδοκιών των νέων γενεών.